μαλαμ(ατ)οκαπνίζω

μαλαμ(ατ)οκαπνίζω
μαλαμ(ατ)οκαπνισμένος, επιχρυσώνω κάτι: Μαλαμοκαπνισμένο όπλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”